- νούσων
- νόσοςsicknessfem gen pl (epic ionic)νοῦσοςsicknessfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακρινουσῶν — διακρῐνουσῶν , διακρίνω separate one from another fut part act fem gen pl (attic epic doric) διακρῑνουσῶν , διακρίνω separate one from another pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλινουσῶν — κλῐνουσῶν , κλίνω sráyati fut part act fem gen pl (attic epic doric) κλῑνουσῶν , κλίνω sráyati pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρινουσῶν — κρῐνουσῶν , κρίνω separate fut part act fem gen pl (attic epic doric) κρῑνουσῶν , κρίνω separate pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυνουσῶν — παροξύνω urge fut part act fem gen pl (attic epic doric) παροξῡνουσῶν , παροξύνω urge pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) παροξύνω urge fut part act fem gen pl (attic epic doric) παροξῡνουσῶν , παροξύνω urge pres part act fem gen… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρινουσῶν — συγκρῐνουσῶν , συγκρίνω bring into combination fut part act fem gen pl (attic epic doric) συγκρῑνουσῶν , συγκρίνω bring into combination pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Mimnermus — Mimnermos was one of several ancient, Greek poets who composed verses about solar eclipses, and there was in fact a total solar eclipse of his home town, Smyrna, on April 6, 648 BC[1] His poetry survives only as a few fragments yet they afford us … Wikipedia
άρκιος — (I) ἄρκιος, α, ον (Α) 1. αρκετός 2. αυτός που αποκρούει τον κίνδυνο, ο ασφαλής, ο βέβαιος 3. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος 4. «ἄρκια νούσων» φάρμακα για τις αρρώστιες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα αρκώ*, άρκος* (θ. αρκ. < ΙΕ ρίζα *areq «προστατεύω,… … Dictionary of Greek
πολυσχιδία — και ιων. τ. πολυσχιδίη, ἡ, Α [πολυσχιδής] 1. η πολλαπλή ή η ποικιλότροπη διαίρεση («τὰς μέντοι πολυτροπίας τὰς ἐν ἐκάστῃ τῶν νούσων καὶ τὴν πολυσχιδίην οὐκ ἠγνόεον ἔνιοι», Ιπποκρ.) 2. η ποικιλία … Dictionary of Greek
προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… … Dictionary of Greek
συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… … Dictionary of Greek